- σκελλίς
- σκελλίς, ίδος, ἡ,= ἀγλίς, Plu.2.349a;A
σκελίς Alex.Trall.8.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκελίς Alex.Trall.8.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκελλίς — ίδος, η, Α βλ. σκελίδα … Dictionary of Greek
σκελλίδες — σκελλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… … Dictionary of Greek